δεκάμηνος — ten months old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάμηνον — δεκάμηνος ten months old masc/fem acc sg δεκάμηνος ten months old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαμήνου — δεκάμηνος ten months old masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαμήνους — δεκάμηνος ten months old masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαμήνων — δεκάμηνος ten months old masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάμηνα — δεκάμηνος ten months old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάμηνοι — δεκάμηνος ten months old masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek